- συνεργητικός
- -ή, -ό / συνεργητικός, -ή, -όν, ΝΑ [συνεργήτης]αυτός που συνεργεί, που συντελεί σε κάτινεοελλ.το θηλ. ως ουσ. η συνεργητική(κοινων.-φιλοσ.) θεωρία τών φαινομένων συνεργίας ή σύμπραξης τόσο στη φύση, ανόργανη και οργανική, όσο και στην κοινωνία, που ερμηνεύει το πώς συμβαίνει να ενεργοποιούνται σκόπιμα και αποτελεσματικά τα στοιχεία ενός ορισμένου συστήματος ή τα μέρη ενός όλου και να συντονίζεται η δράση τους έτσι ώστε σε μακροσκοπική κλίμακα να παράγουν νέες αυτόνομες μορφές.
Dictionary of Greek. 2013.